- χρησμῳδικός
- χρησμῳδ-ικός, ή, όν,A oracular, Luc.Alex.22. Adv.
-κῶς Eust.45.39
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κῶς Eust.45.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρησμωδικός — ή, όν, Α [χρησμῳδός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον χρησμωδό, μαντικός. επίρρ... χρησμῳδικῶς Μ με χρησμῳδικό τρόπο … Dictionary of Greek
χρησμῳδικόν — χρησμῳδικός oracular masc acc sg χρησμῳδικός oracular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῳδικῶς — χρησμῳδικός oracular adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμωδικώς — Μ επίρρ. βλ. χρησμῳδικός … Dictionary of Greek